- σπιουνάρω
- Νβλ. σπιουνιάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπιουνάρω — σπιούναρα (λ. ιταλ.) 1. παρακολουθώ κάποιον και καταγγέλλω τις πράξεις του στις αρχές ή στους προϊσταμένους του. 2. βάζω σπιουνιές, ραδιουργώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπιουνιάρω — και σπιουνάρω Ν 1. είμαι σπιούνος 2. ραδιουργώ εις βάρος κάποιου, διαβάλλω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spionare (βλ. λ. σπιούνος)] … Dictionary of Greek
σπιουνιάρω — βλ. σπιουνάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)